Το σημερινό άρθρο γνώμης, γράφτηκε με αφορμή τις χθεσινές δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τασούλα για τις γερμανικές αποζημιώσεις, στην 82η επέτειο του Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος και αποτελεί κατά κάποιον τρόπο συνέχεια του από 5/10/2025 άρθρου μου με τίτλο: "Όταν η μνήμη μου συναντά τη ρητορική τους".
Η ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας στα Καλάβρυτα ήταν αναμφίβολα φορτισμένη, επιμελώς δομημένη και λογοτεχνικά επενδεδυμένη. Με αναφορές στον Καρυωτάκη, στη «σκοτεινή ανθρώπινη φύση» και στο «τρίπτυχο ειρήνη – συμφιλίωση – δικαιοσύνη», ο κ. Τασούλας επιχείρησε να περιβάλει το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων με τον μανδύα της υψηλής ηθικής και της ιστορικής μνήμης. Όμως, πίσω από τις λέξεις, αναδύεται ένα σοβαρό πολιτικό έλλειμμα: η απόσταση ανάμεσα στη ρητορική της διεκδίκησης και στην πραγματική πολιτική βούληση.
Διότι το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων δεν είναι ζήτημα μνήμης· είναι ζήτημα πράξης.
Ρητορική επιβεβαίωση χωρίς πολιτικό κόστος
Ο Πρόεδρος επανέλαβε αυτό που ακούμε εδώ και δεκαετίες: ότι οι ελληνικές αξιώσεις είναι «ενεργές, διεκδικήσιμες και έγκυρες» και ότι «για την Ελλάδα το θέμα δεν είναι λήξαν». Πρόκειται για μια φράση που έχει καταντήσει τελετουργική, σχεδόν επετειακή. Επαναλαμβάνεται σε μνημόσυνα, επετείους και λόγους τιμής — αλλά σπανίως μεταφράζεται σε συγκεκριμένες διπλωματικές, νομικές ή πολιτικές πρωτοβουλίες.
Η επανάληψη της θέσης χωρίς κλιμάκωση της διεκδίκησης λειτουργεί τελικά υπέρ της άλλης πλευράς. Διότι ο χρόνος, όσο περνά, δεν δικαιώνει τα θύματα· δικαιώνει τη λήθη.
Ηθικό ύψος χωρίς πολιτική σύγκρουση
Η επίκληση της «ειρήνης» και της «συμφιλίωσης» είναι θεμιτή — αλλά όταν προηγείται της δικαιοσύνης, ακυρώνει το ίδιο της το νόημα. Δεν μπορεί να υπάρξει γνήσια συμφιλίωση χωρίς αποκατάσταση. Και δεν μπορεί να υπάρξει αποκατάσταση όταν το ελληνικό κράτος αποφεύγει συστηματικά τη μετωπική σύγκρουση με τη Γερμανία σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Η επίκληση του άρθρου 2 του Συντάγματος, χωρίς ταυτόχρονη αναφορά στο άρθρο 28 και στις δυνατότητες διεθνούς δικαστικής προσφυγής, μοιάζει περισσότερο με συνταγματικό άλλοθι παρά με πολιτικό σχέδιο.
Τα Καλάβρυτα δεν χρειάζονται άλλα λόγια
Οι νεκροί των Καλαβρύτων δεν ζητούν ποιητικές μεταφορές. Ζητούν δικαίωση. Και αυτή δεν έρχεται με στεφάνια, ούτε με επετειακές διαβεβαιώσεις ότι «το θέμα παραμένει ανοιχτό», όταν στην πράξη παραμένει παγωμένο.
Όσο η Ελλάδα δεν:
προσφεύγει συντεταγμένα σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα,
δεν θέτει το ζήτημα θεσμικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
δεν συνδέει το θέμα με τη συλλογική ευρωπαϊκή μνήμη του ναζισμού,
τόσο οι δηλώσεις αυτές θα λειτουργούν ως υποκατάστατο δράσης.
Μνήμη χωρίς διεκδίκηση είναι ατελής μνήμη
Η μνήμη «που δεν εσβήσθη», όπως ειπώθηκε, δεν αρκεί να επιμένει. Οφείλει και να διεκδικεί. Διαφορετικά, μετατρέπεται σε ακίνδυνη τελετουργία, αποδεκτή από όλους — ακόμη και από εκείνους που αρνούνται κάθε ευθύνη.
Η Ιστορία δεν δικαιώνεται με λόγια. Δικαιώνεται όταν το κράτος τολμά να συγκρουστεί για λογαριασμό των νεκρών του.
Και αυτό είναι το πραγματικό μέτρο της πολιτικής ευθύνης.