Είναι πράγματι δύσκολο να κατανοήσει κανείς την επιμονή του Νίκου Ανδρουλάκη να διατηρεί τον έλεγχο ενός κόμματος που, παρά τη θεσμική του ιστορία και τη συναισθηματική του βαρύτητα, εξακολουθεί να μην βρίσκει τον βηματισμό του στη νέα πολιτική πραγματικότητα. Το ΠΑΣΟΚ, υπό την ηγεσία του, παραμένει δημοσκοπικά στάσιμο, την ώρα που ένα πολιτικό εγχείρημα το οποίο ακόμη δεν έχει τυπικά συγκροτηθεί —το κόμμα που φημολογείται ότι θα ιδρύσει ο Αλέξης Τσίπρας— φαίνεται να προσελκύει μεγαλύτερο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης.
Η στασιμότητα αυτή δεν είναι τυχαία. Ο Ανδρουλάκης επιχειρεί να εκπροσωπήσει ένα κόμμα που δεν έχει ξεκαθαρίσει τη θέση του στον σημερινό πολιτικό χάρτη. Η στρατηγική των «ίσων αποστάσεων» μπορεί να έχει λογική στο χαρτί, όμως στην πράξη αφήνει το ΠΑΣΟΚ χωρίς σαφή ταυτότητα. Δεν εκφράζει τον κεντρώο ρεαλισμό, δεν εμπνέει την προοδευτική ανανέωση, και δεν διαφοροποιείται επαρκώς από τη συντηρητική ηγεμονία της Νέας Δημοκρατίας.
Η ευκαιρία που παρουσιάστηκε μετά την αποχώρηση Τσίπρα από τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν μοναδική: ο χώρος της Κεντροαριστεράς ήταν ανοιχτός, με τους ψηφοφόρους να αναζητούν μια σοβαρή, αξιόπιστη εναλλακτική. Αντ’ αυτού, το ΠΑΣΟΚ έμεινε δέσμιο εσωτερικών ισορροπιών και μιας ρητορικής που περισσότερο προσπαθεί να αποφύγει τις συγκρούσεις παρά να διαμορφώσει πολιτική ηγεμονία.
Η πολιτική, ωστόσο, δεν συγχωρεί την αδράνεια. Όταν ένα κόμμα δεν παράγει αφήγημα, δεν παράγει ελπίδα. Και όταν ένας ηγέτης επιμένει να κρατά τα ηνία χωρίς να ανανεώνει το περιεχόμενο της ηγεσίας του, τότε η επιμονή του δεν εκλαμβάνεται ως σταθερότητα, αλλά ως αδυναμία προσαρμογής.
Ο Ανδρουλάκης έχει ακόμη την ευκαιρία να μετατρέψει το ΠΑΣΟΚ σε δύναμη πολιτικής σοβαρότητας και κοινωνικής αναφοράς. Όμως για να το πετύχει, πρέπει πρώτα να απαντήσει στο βασικό ερώτημα που θέτουν οι πολίτες: τι σημαίνει σήμερα ΠΑΣΟΚ — και ποιον μπορεί πραγματικά να εμπνεύσει;