Υπάρχουν γεγονότα που δεν σηκώνουν ωραιοποιήσεις. Υπάρχουν αλήθειες που δεν χωράνε στο χαρτί χωρίς να το σκίσουν. Υπάρχουν ιστορίες που δεν γράφτηκαν ποτέ σε βιβλία, αλλά βρίσκονται χαραγμένες σε πέτρες, σε χώματα, σε σιωπές. Και υπάρχουν και άλλες, πιο σκληρές, που ούτε η πέτρα ούτε το χώμα κατάφεραν να κρατήσουν. Υπάρχουν επίσης στιγμές που δεν χωράνε περιστροφές και πράξεις που δεν κρύβονται πίσω από δικαιολογίες.
Υπάρχει όμως και μια πράξη — ή μάλλον μια σειρά από πράξεις και παραλείψεις — που βεβηλώνει τη μνήμη των εκτελεσθέντων του 1943 στα Καλάβρυτα με τρόπο που δεν γίνεται να γίνει ανεκτός.
Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους που δολοφονήθηκαν από τους Ναζί, που έπεσαν ως μάρτυρες μπροστά στα μάτια μιας ολόκληρης πόλης, επειδή δεν είχαν συγγενείς εδώ, δεν είχαν κανέναν να τους ανάψει ένα καντήλι γιατί η ζωή τους ξεριζώθηκε σε μια στιγμή, θάφτηκαν σε τάφους που αργότερα εγκαταλείφθηκαν. Και τελικά αυτοί οι τάφοι παραχωρήθηκαν αλλού. Κι εκείνοι που έπεσαν από τα γερμανικά πολυβόλα, που σύρθηκαν στο λόφο του Καπή με τα χέρια ψηλά, που στάθηκαν απέναντι στον θάνατο μέσα σε μια μέρα που κάηκε η ίδια η ανθρωπιά, τώρα βρίσκονται… πού; Κανείς δεν ξέρει. Κανείς δεν μιλά.
Αυτό δεν είναι λάθος.
Δεν είναι αμέλεια.
Δεν είναι μια απλή παράλειψη.
Είναι προσβολή. Είναι ανοσιούργημα.
Μια πράξη σκληρή, ανεξήγητη, και κυρίως ανεπίτρεπτη.
Είναι μια πληγή που όταν την αγγίζεις καίει.
Είναι μια στιγμή που σε κάνει να σκύβεις το κεφάλι — όχι από ντροπή για το παρελθόν, αλλά για τη σιωπή του παρόντος.
Η ιστορία αυτή δεν είναι ένα στιγμιαίο λάθος. Είναι κάτι βαθύτερο. Αγγίζει τη συνείδησή μας, τη σχέση μας με το συλλογικό τραύμα, την ευθύνη ενός ολόκληρου τόπου απέναντι σε ανθρώπους που θυσιάστηκαν χωρίς να το επιλέξουν.
Τελικά, αυτοί οι τάφοι παραχωρήθηκαν σε άλλες οικογένειες; Και τα οστά; Άγνωστο πού κατέληξαν.
Τι θα συμβεί, άραγε, αν ένας απόγονος αυτών των εκτελεσθέντων βρεθεί σήμερα στα Καλάβρυτα αναζητώντας τον τάφο του προγόνου του;
Φαντάσου το μόνο για λίγο.
Να φτάνει ένας άνθρωπος στα Καλάβρυτα με μια φωτογραφία στο χέρι.
Με μια ιστορία που του διηγήθηκαν ψιθυριστά οι δικοί του.
Με την ελπίδα να σταθεί μπροστά στον τάφο του εκτελεσμένου προγόνου του, να ικανοποιήσει την υπόσχεση που κάποτε έδωσε στην μητέρα του, στα αδέλφια του, στην γιαγιά του...
Να ψηλαφίσει το όνομα, να αφήσει ένα λουλούδι, να μιλήσει στη σιωπή.
Ας τολμήσει κάποιος να απαντήσει χωρίς να κομπιάσει.
Τι θα πούμε όταν ένας άνθρωπος, που ταξίδεψε χιλιόμετρα για να βρει τον τάφο του προγόνου του, μάθει ότι εμείς —ναι, εμείς— τον σβήσαμε; Ότι το χώμα που έπρεπε να τον φυλάξει, τον πρόδωσε; Ότι ο τόπος που καμαρώνει κάθε 13 Δεκέμβρη για τη μνήμη του, δεν κατάφερε να σεβαστεί ούτε τους ίδιους τους νεκρούς του;
Πώς θα του εξηγήσουμε ότι εκεί όπου περίμενε να βρει μια μαρμάρινη σιωπή, υπάρχει πια κάποιος άλλος;
Ότι ο ένας από τους χιλιάδες κρίκους της προσωπικής του ιστορίας έχει κοπεί;
Ότι το τελευταίο υλικό ίχνος μιας ζωής χάθηκε μέσα στην αμέλεια, τη γραφειοκρατία, ίσως και έναν λανθασμένο πρακτικισμό;
Η εικόνα και μόνο σφίγγει την καρδιά. Και δεν αφορά μόνο τον άγνωστο επισκέπτη. Αφορά εμάς. Γιατί πίσω από κάθε ιστορική αδικία κρύβεται πάντα ένα «εμείς» που δεν είδε, δεν άκουσε ή δεν μίλησε.
Πώς θα σταθούμε απέναντί του;
Με τι βλέμμα;
Με τι κουράγιο;
Τι λόγια χωράνε σε μια τέτοια στιγμή;
Τι εξήγηση μπορεί να απαλύνει αυτή τη δεύτερη απώλεια — την απώλεια της μνήμης;
Ποιο «συγγνώμη» θα ήταν αρκετό για έναν άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά σε μια τρύπα στο παρελθόν του;
Κι ας είμαστε ειλικρινείς: δεν υπάρχει καμία δικαιολογία που να μη μοιάζει μικρή μπροστά στη βαρύτητα αυτής της πράξης.
Η ευθύνη μας απέναντι στη μνήμη
Η εκταφή χωρίς καταγραφή, χωρίς φροντίδα, χωρίς σεβασμό δεν είναι απλώς μια διοικητική παράλειψη. Είναι ιεροσυλία απέναντι στη θυσία. Γιατί οι εκτελεσθέντες των Καλαβρύτων δεν είναι «ξένοι». Είναι οι παππούδες μας, οι δάσκαλοι, οι έφηβοι, οι εργάτες, οι άνθρωποι που όρισαν με το αίμα τους το χαρακτήρα αυτού του τόπου.
Ακόμα κι αν δεν είχαν συγγενείς στα Καλάβρυτα, είχαν συγγενείς στην ιστορία. Κι εμείς –οι σημερινοί κάτοικοι, οι απόγονοι, οι δάσκαλοι, οι νέοι– είμαστε οι θεματοφύλακες αυτής της ιστορίας.
Τι σημαίνει όμως πραγματικά “ευθύνη”;
Σημαίνει να ξέρουμε.
Σημαίνει να απαιτούμε διαφάνεια.
Σημαίνει να τιμούμε όχι μόνο τους μάρτυρες που έχουν μνημείο, αλλά και αυτούς που χάθηκαν μέσα στη λήθη της καθημερινότητας.
Ο σεβασμός στη μνήμη ενός νεκρού δεν είναι πολυτέλεια, ούτε τυπικό χρέος. Είναι ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνία δείχνει την ποιότητά της. Αν δεν μπορούμε να προστατεύσουμε τον τάφο ενός εκτελεσθέντος, πώς θα προστατεύσουμε την αλήθεια; Πώς θα διεκδικήσουμε να μη λησμονηθεί ποτέ το έγκλημα των Ναζί, αν εμείς οι ίδιοι επιτρέπουμε μια μικρή, σιωπηλή λήθη να εγκαθίσταται στο χώμα των Καλαβρύτων;
Δεν είναι ζήτημα διοικητικής πράξης — είναι ζήτημα ψυχής
Οι νεκροί αυτοί δεν ήταν απλά ονόματα σε μια μαύρη λίστα.
Ήταν πατέρες, αδέλφια, γιοι.
Ήταν φωνές που κόπηκαν βίαια.
Ήταν άνθρωποι που έπεσαν για τίποτα και για όλα.
Και όταν η πόλη που τους έζησε δεν κατάφερε να κρατήσει τουλάχιστον τον τάφο τους, τότε κάτι μέσα μας ραγίζει. Γιατί ποια κοινωνία μπορεί να μιλά για μνήμη όταν χάνει τους ίδιους τους φορείς της; Πώς ζητάμε από τον κόσμο να μην ξεχάσει το Καλαβρυτινό Ολοκαύτωμα, αν εμείς δεν καταφέραμε να προστατεύσουμε ούτε την ησυχία αυτών των ανθρώπων;
Το χώμα θυμάται — αλλά εμείς;
Κάθε τάφος είναι μια υπόσχεση:
ότι αυτός που έφυγε δεν θα χαθεί μέσα στη λήθη.
Ότι θα συνεχίσει να υπάρχει όσο κάποιος γνωρίζει πού αναπαύεται.
Ότι το όνομά του είναι ασφαλές.
Αυτή την υπόσχεση δεν την τηρήσαμε.
Κι όμως, ακόμα δεν είναι αργά.
Γιατί η μνήμη έχει έναν τρόπο να βρίσκει πάντα τον δρόμο της.
Ζητά μόνο ειλικρίνεια και θάρρος.
Μνήμη δεν είναι τα μνημόσυνα – είναι οι πράξεις
Κανένα μνημείο, καμία ομιλία, καμία σιωπηλή πορεία δεν έχει αξία όταν δεν μπορείς να προστατεύσεις το βασικότερο: έναν τάφο. Τον τελευταίο σύνδεσμο ενός ανθρώπου με τον κόσμο των ζωντανών.
Πόσο μικρός πρέπει να είναι ένας τόπος για να «τακτοποιεί» τους τάφους των μαρτύρων του σαν να είναι άδεια κουτιά; Πόσο βαθιά πρέπει να έχουμε βυθιστεί στην αδιαφορία για να μην ανατριχιάζουμε με την ιδέα ότι τα οστά των εκτελεσθέντων πέρασαν ίσως από χέρια που δεν ήξεραν καν ποιον κρατούσαν;
Αυτή η πράξη μας βαραίνει όλους
Όχι μόνο όσους την υπέγραψαν.
Όχι μόνο όσους την επέτρεψαν.
Αλλά και όσους την ανέχτηκαν χωρίς να φωνάξουν.
Γιατί όταν ένας τόπος αφήνει την ιστορία του να χαθεί μέσα στη γραφειοκρατία και την αδιαφορία, τότε προδίδει τον ίδιο του τον πυρήνα. Προδίδει την ίδια του την ταυτότητα.
Πώς μπορούμε να ζητάμε από τον κόσμο να θυμάται τα Καλάβρυτα, όταν εμείς οι ίδιοι δείχνουμε ότι δεν σεβόμαστε αυτούς που τα σημάδεψαν με τον θάνατό τους;
Η μνήμη απαιτεί ευθύνη – όχι προσχήματα
Ήρθε η ώρα να σταματήσουμε τα μισόλογα.
Να σταματήσουμε να κρυβόμαστε πίσω από το «έτσι γινόταν τότε».
Η μνήμη δεν είναι εποχιακή. Δεν είναι τελετουργική.
Είναι ηθική υποχρέωση. Είναι πράξη δικαιοσύνης.
Και δικαιοσύνη σημαίνει πρώτα απ’ όλα να μάθουμε:
Τι έγιναν τα οστά;
Ποιος αποφάσισε;
Με ποια λογική;
Και πώς θα αποκαταστήσουμε —έστω τώρα— μια προσβολή που δεν έπρεπε ποτέ να συμβεί;
Κι όταν —αν— έρθει εκείνος ο απόγονος;
Ας μην χρειαστεί να σκύψουμε ντροπιασμένοι.
Ας έχουμε να του πούμε ότι παλέψαμε.
Ότι δεν δεχτήκαμε τη λήθη ως λύση.
Ότι στα Καλάβρυτα, τουλάχιστον, οι νεκροί μας δεν είναι αναλώσιμοι.
Γιατί αν δεν σεβόμαστε τους νεκρούς μας, τότε δεν αξίζουμε ούτε τους ζωντανούς μας.
Και ίσως, μέσα από τη δική του συγκίνηση, να ξαναβρούμε και εμείς το χαμένο νήμα που μας συνδέει με εκείνους τους ανθρώπους.
Το χρωστάμε σε εκείνους. Και το χρωστάμε και σε εμάς.
Γιατί δεν είναι απλοί νεκροί.
Είναι κομμάτι μας.
Και όσο κι αν πέρασαν δεκαετίες, η ψυχή ενός τόπου φαίνεται από το πώς τιμά τους πιο σιωπηλούς του μάρτυρες.
Email: bapostolopoylos@gmail.com
Copyright © 2022 · Βασίλης Χρ. Αποστολόπουλος